σωματοποιήσῃ

σωματοποιήσῃ
σωματοποιήσηι , σωματοποίησις
the giving of bodily existence
fem dat sg (epic)
σωματοποιέω
give bodily existence to
aor subj mid 2nd sg
σωματοποιέω
give bodily existence to
aor subj act 3rd sg
σωματοποιέω
give bodily existence to
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σωματοποίηση — η / σωματοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [σωματοποιῶ] 1. πρόσδοση σωματικής, υλικής υπόστασης 2. η προσωποποίηση, η παρουσίαση αφηρημένων εννοιών με σωματική υπόσταση («ὁ θεὸς κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῡ τῇ σωματοποιήσει τὸ γινόμενον διηγούμενος», Θεόδ.… …   Dictionary of Greek

  • σωμάτωση — η / σωμάτωσις ώσεως, ΝΜΑ [σωματοῡμαι] 1. σωματοποίηση 2. ενσωμάτωση 3. (για τον Χριστό) ενσάρκωση αρχ. 1. διάπλαση, διαμόρφωση τού σώματος 2. στερεοποίηση, πήξη («ἡ δὲ σωμάτωσις ἐκκρινομένου τοῡ ὕδατος», Θεόφρ.) 3. η ύλη, η ουσία από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • σωματοποιΐα — ἡ, ΜΑ [σωματοποιῶ] η σωματοποίηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”